- Ἑλληνισμόν
- Ἑλληνισμόςimitation of the Greeksmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] … Dictionary of Greek
Αγαθόνικος — I Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τηζωή του, αν και δεν αναφέρεται από κανέναν συναξαριστή. Ο Α. ήταν Βυζαντινός, ευγενής, που μαρτύρησε στις αρχές του 8ου αι. στα Ιεροσόλυμα στη διάρκεια ιερού… … Dictionary of Greek
БОНИС — [греч. Μπόνης] Констандинос Георгиос (5.06.1905, Астакос 1990), греч. патролог и богослов; д р философии Мюнхенского ун та, д р богословия Афинского ун та. Окончив в 1927 г. богословский фак т Афинского ун та, продолжил обучение в ун тах Брюсселя … Православная энциклопедия